αναιτιολόγητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Hellenistic Koine Greek ἀναιτιολόγητος (anaitiológētos). By surface analysis, αν- (an-, α- privative) + αιτιο-λογ(ώ) (aitio-log(ó)) + -(η)τος (-(i)tos, “justify”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αναιτιολόγητος • (anaitiológitos) m (feminine αναιτιολόγητη, neuter αναιτιολόγητο)
Declension
[edit]Declension of αναιτιολόγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναιτιολόγητος • | αναιτιολόγητη • | αναιτιολόγητο • | αναιτιολόγητοι • | αναιτιολόγητες • | αναιτιολόγητα • |
genitive | αναιτιολόγητου • | αναιτιολόγητης • | αναιτιολόγητου • | αναιτιολόγητων • | αναιτιολόγητων • | αναιτιολόγητων • |
accusative | αναιτιολόγητο • | αναιτιολόγητη • | αναιτιολόγητο • | αναιτιολόγητους • | αναιτιολόγητες • | αναιτιολόγητα • |
vocative | αναιτιολόγητε • | αναιτιολόγητη • | αναιτιολόγητο • | αναιτιολόγητοι • | αναιτιολόγητες • | αναιτιολόγητα • |
Antonyms
[edit]- αιτιολογημένος (aitiologiménos, “justified, explained”, participle)
Derived terms
[edit]- αναιτιολόγητα (anaitiológita, adverb)
Related terms
[edit]- αναίτιος (anaítios, “unprovoked”)