Jump to content

αναιρετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναιρετικός (anairetikósm (feminine αναιρετική, neuter αναιρετικό)

  1. (law) relating to appeals

Declension

[edit]
Declension of αναιρετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναιρετικός (anairetikós) αναιρετική (anairetikí) αναιρετικό (anairetikó) αναιρετικοί (anairetikoí) αναιρετικές (anairetikés) αναιρετικά (anairetiká)
genitive αναιρετικού (anairetikoú) αναιρετικής (anairetikís) αναιρετικού (anairetikoú) αναιρετικών (anairetikón) αναιρετικών (anairetikón) αναιρετικών (anairetikón)
accusative αναιρετικό (anairetikó) αναιρετική (anairetikí) αναιρετικό (anairetikó) αναιρετικούς (anairetikoús) αναιρετικές (anairetikés) αναιρετικά (anairetiká)
vocative αναιρετικέ (anairetiké) αναιρετική (anairetikí) αναιρετικό (anairetikó) αναιρετικοί (anairetikoí) αναιρετικές (anairetikés) αναιρετικά (anairetiká)
[edit]