From Wiktionary, the free dictionary
αναθεματίζω • (anathematízo ) (past αναθεμάτισα , passive αναθεματίζομαι )
to curse , put a curse on
( Christianity ) to excommunicate
αναθεματίζω αναθεματίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναθεματίζω
αναθεματίσω
αναθεματίζομαι
αναθεματιστώ
2 sg
αναθεματίζεις
αναθεματίσεις
αναθεματίζεσαι
αναθεματιστείς
3 sg
αναθεματίζει
αναθεματίσει
αναθεματίζεται
αναθεματιστεί
1 pl
αναθεματίζουμε , [‑ομε ]
αναθεματίσουμε , [‑ομε ]
αναθεματιζόμαστε
αναθεματιστούμε
2 pl
αναθεματίζετε
αναθεματίσετε
αναθεματίζεστε , αναθεματιζόσαστε
αναθεματιστείτε
3 pl
αναθεματίζουν (ε )
αναθεματίσουν (ε )
αναθεματίζονται
αναθεματιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναθεμάτιζα
αναθεμάτισα
αναθεματιζόμουν (α )
αναθεματίστηκα
2 sg
αναθεμάτιζες
αναθεμάτισες
αναθεματιζόσουν (α )
αναθεματίστηκες
3 sg
αναθεμάτιζε
αναθεμάτισε
αναθεματιζόταν (ε )
αναθεματίστηκε
1 pl
αναθεματίζαμε
αναθεματίσαμε
αναθεματιζόμασταν , (‑όμαστε )
αναθεματιστήκαμε
2 pl
αναθεματίζατε
αναθεματίσατε
αναθεματιζόσασταν , (‑όσαστε )
αναθεματιστήκατε
3 pl
αναθεμάτιζαν , αναθεματίζαν (ε )
αναθεμάτισαν , αναθεματίσαν (ε )
αναθεματίζονταν , (αναθεματιζόντουσαν )
αναθεματίστηκαν , αναθεματιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναθεματίζω ➤
θα αναθεματίσω ➤
θα αναθεματίζομαι ➤
θα αναθεματιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναθεματίζεις , …
θα αναθεματίσεις , …
θα αναθεματίζεσαι , …
θα αναθεματιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναθεματίσει έχω, έχεις, … αναθεματισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναθεματιστεί είμαι , είσαι , … αναθεματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναθεματίσει είχα, είχες, … αναθεματισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναθεματιστεί ήμουν , ήσουν , … αναθεματισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναθεματίσει θα έχω, θα έχεις, … αναθεματισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναθεματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αναθεματισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναθεμάτιζε
αναθεμάτισε
—
αναθεματίσου
2 pl
αναθεματίζετε
αναθεματίστε
αναθεματίζεστε
αναθεματιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναθεματίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναθεματίσει ➤
αναθεματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναθεματίσει
αναθεματιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.