Jump to content

ανέμελος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ανέμελος (anémelosm (feminine ανέμελη, neuter ανέμελο)

  1. negligent, careless, lackadaisical
  2. carefree, nonchalant, casual

Declension

[edit]
Declension of ανέμελος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανέμελος (anémelos) ανέμελη (anémeli) ανέμελο (anémelo) ανέμελοι (anémeloi) ανέμελες (anémeles) ανέμελα (anémela)
genitive ανέμελου (anémelou) ανέμελης (anémelis) ανέμελου (anémelou) ανέμελων (anémelon) ανέμελων (anémelon) ανέμελων (anémelon)
accusative ανέμελο (anémelo) ανέμελη (anémeli) ανέμελο (anémelo) ανέμελους (anémelous) ανέμελες (anémeles) ανέμελα (anémela)
vocative ανέμελε (anémele) ανέμελη (anémeli) ανέμελο (anémelo) ανέμελοι (anémeloi) ανέμελες (anémeles) ανέμελα (anémela)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανέμελος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανέμελος, etc.)

Synonyms

[edit]