Jump to content

αμέριμνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμέριμνος (amérimnosm (feminine αμέριμνη, neuter αμέριμνο)

  1. unconcerned, insouciant
  2. nonchalant, light-hearted

Declension

[edit]
Declension of αμέριμνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμέριμνος (amérimnos) αμέριμνη (amérimni) αμέριμνο (amérimno) αμέριμνοι (amérimnoi) αμέριμνες (amérimnes) αμέριμνα (amérimna)
genitive αμέριμνου (amérimnou) αμέριμνης (amérimnis) αμέριμνου (amérimnou) αμέριμνων (amérimnon) αμέριμνων (amérimnon) αμέριμνων (amérimnon)
accusative αμέριμνο (amérimno) αμέριμνη (amérimni) αμέριμνο (amérimno) αμέριμνους (amérimnous) αμέριμνες (amérimnes) αμέριμνα (amérimna)
vocative αμέριμνε (amérimne) αμέριμνη (amérimni) αμέριμνο (amérimno) αμέριμνοι (amérimnoi) αμέριμνες (amérimnes) αμέριμνα (amérimna)
[edit]