αμεριμνησία
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αμεριμνησία • (amerimnisía) f (plural αμεριμνησίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμεριμνησία (amerimnisía) | αμεριμνησίες (amerimnisíes) |
genitive | αμεριμνησίας (amerimnisías) | αμεριμνησιών (amerimnisión) |
accusative | αμεριμνησία (amerimnisía) | αμεριμνησίες (amerimnisíes) |
vocative | αμεριμνησία (amerimnisía) | αμεριμνησίες (amerimnisíes) |
Related terms
[edit]- αμέριμνος (amérimnos, “unconcerned”)
- and see: μεριμνώ (merimnó, “attend, take care of”)