Jump to content

αμόρφωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμόρφωτος (amórfotosm (feminine αμόρφωτη, neuter αμόρφωτο)

  1. unlettered, illiterate
    Synonym: αδιαπαιδαγώγητος (adiapaidagógitos)
  2. ignorant, uneducated, uncultured
    Synonyms: αδιαπαιδαγώγητος (adiapaidagógitos), απαίδευτος (apaídeftos), άμουσος (ámousos)

Declension

[edit]
Declension of αμόρφωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμόρφωτος (amórfotos) αμόρφωτη (amórfoti) αμόρφωτο (amórfoto) αμόρφωτοι (amórfotoi) αμόρφωτες (amórfotes) αμόρφωτα (amórfota)
genitive αμόρφωτου (amórfotou) αμόρφωτης (amórfotis) αμόρφωτου (amórfotou) αμόρφωτων (amórfoton) αμόρφωτων (amórfoton) αμόρφωτων (amórfoton)
accusative αμόρφωτο (amórfoto) αμόρφωτη (amórfoti) αμόρφωτο (amórfoto) αμόρφωτους (amórfotous) αμόρφωτες (amórfotes) αμόρφωτα (amórfota)
vocative αμόρφωτε (amórfote) αμόρφωτη (amórfoti) αμόρφωτο (amórfoto) αμόρφωτοι (amórfotoi) αμόρφωτες (amórfotes) αμόρφωτα (amórfota)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμόρφωτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμόρφωτος, etc.)

[edit]
  • and see: μορφή f (morfí, shape, form)