Jump to content

απαίδευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απαίδευτος (apaídeftosm (feminine απαίδευτη, neuter απαίδευτο)

  1. uneducated, ignorant
    Synonyms: αδιαπαιδαγώγητος (adiapaidagógitos), αμόρφωτος (amórfotos)

Declension

[edit]
Declension of απαίδευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαίδευτος (apaídeftos) απαίδευτη (apaídefti) απαίδευτο (apaídefto) απαίδευτοι (apaídeftoi) απαίδευτες (apaídeftes) απαίδευτα (apaídefta)
genitive απαίδευτου (apaídeftou) απαίδευτης (apaídeftis) απαίδευτου (apaídeftou) απαίδευτων (apaídefton) απαίδευτων (apaídefton) απαίδευτων (apaídefton)
accusative απαίδευτο (apaídefto) απαίδευτη (apaídefti) απαίδευτο (apaídefto) απαίδευτους (apaídeftous) απαίδευτες (apaídeftes) απαίδευτα (apaídefta)
vocative απαίδευτε (apaídefte) απαίδευτη (apaídefti) απαίδευτο (apaídefto) απαίδευτοι (apaídeftoi) απαίδευτες (apaídeftes) απαίδευτα (apaídefta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαίδευτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαίδευτος, etc.)

[edit]