Jump to content

άμουσος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άμουσος (ámousosm (feminine άμουση, neuter άμουσο)

  1. unmusical
  2. uncultured

Declension

[edit]
Declension of άμουσος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άμουσος (ámousos) άμουση (ámousi) άμουσο (ámouso) άμουσοι (ámousoi) άμουσες (ámouses) άμουσα (ámousa)
genitive άμουσου (ámousou) άμουσης (ámousis) άμουσου (ámousou) άμουσων (ámouson) άμουσων (ámouson) άμουσων (ámouson)
accusative άμουσο (ámouso) άμουση (ámousi) άμουσο (ámouso) άμουσους (ámousous) άμουσες (ámouses) άμουσα (ámousa)
vocative άμουσε (ámouse) άμουση (ámousi) άμουσο (ámouso) άμουσοι (ámousoi) άμουσες (ámouses) άμουσα (ámousa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άμουσος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άμουσος, etc.)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]