Jump to content

αμφιβληστροειδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidísm (plural αμφιβληστροειδείς)

  1. (anatomy) retina

Declension

[edit]
singular plural
nominative αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís) αμφιβληστροειδείς (amfivlistroeideís)
genitive αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí)
αμφιβληστροειδούς (amfivlistroeidoús)
αμφιβληστροειδών (amfivlistroeidón)
accusative αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí) αμφιβληστροειδείς (amfivlistroeideís)
vocative αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí) αμφιβληστροειδείς (amfivlistroeideís)

Synonyms

[edit]
  • αμφιβληστροειδής χιτώνας m (amfivlistroeidís chitónas)

Coordinate terms

[edit]

Further reading

[edit]

Adjective

[edit]

αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidísm (feminine αμφιβληστροειδής, neuter αμφιβληστροειδές)

  1. retinal, of the retina

Declension

[edit]
Declension of αμφιβληστροειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís) αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís) αμφιβληστροειδές (amfivlistroeidés) αμφιβληστροειδείς (amfivlistroeideís) αμφιβληστροειδείς (amfivlistroeideís) αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí)
genitive αμφιβληστροειδούς (amfivlistroeidoús)
αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí)
αμφιβληστροειδούς (amfivlistroeidoús) αμφιβληστροειδούς (amfivlistroeidoús) αμφιβληστροειδών (amfivlistroeidón) αμφιβληστροειδών (amfivlistroeidón) αμφιβληστροειδών (amfivlistroeidón)
accusative αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí) αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí) αμφιβληστροειδές (amfivlistroeidés) αμφιβληστροειδείς (amfivlistroeideís) αμφιβληστροειδείς (amfivlistroeideís) αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí)
vocative αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí)
αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís)
αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís) αμφιβληστροειδές (amfivlistroeidés) αμφιβληστροειδείς (amfivlistroeideís) αμφιβληστροειδείς (amfivlistroeideís) αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí)