αμφιβληστροειδές
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αμφιβληστροειδές • (amfivlistroeidés)
- Nominative and accusative neuter singular form of αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís).
αμφιβληστροειδές • (amfivlistroeidés)