Jump to content

αμετάφραστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμετάφραστος (ametáfrastosm (feminine αμετάφραστη, neuter αμετάφραστο)

  1. untranslated
  2. untranslatable

Declension

[edit]
Declension of αμετάφραστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμετάφραστος (ametáfrastos) αμετάφραστη (ametáfrasti) αμετάφραστο (ametáfrasto) αμετάφραστοι (ametáfrastoi) αμετάφραστες (ametáfrastes) αμετάφραστα (ametáfrasta)
genitive αμετάφραστου (ametáfrastou) αμετάφραστης (ametáfrastis) αμετάφραστου (ametáfrastou) αμετάφραστων (ametáfraston) αμετάφραστων (ametáfraston) αμετάφραστων (ametáfraston)
accusative αμετάφραστο (ametáfrasto) αμετάφραστη (ametáfrasti) αμετάφραστο (ametáfrasto) αμετάφραστους (ametáfrastous) αμετάφραστες (ametáfrastes) αμετάφραστα (ametáfrasta)
vocative αμετάφραστε (ametáfraste) αμετάφραστη (ametáfrasti) αμετάφραστο (ametáfrasto) αμετάφραστοι (ametáfrastoi) αμετάφραστες (ametáfrastes) αμετάφραστα (ametáfrasta)

Synonyms

[edit]
[edit]