αλλόδοξος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλλόδοξος (allódoxosm (feminine αλλόδοξη, neuter αλλόδοξο)

  1. heterodox
  2. of a different religion

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλλόδοξος (allódoxos) αλλόδοξη (allódoxi) αλλόδοξο (allódoxo) αλλόδοξοι (allódoxoi) αλλόδοξες (allódoxes) αλλόδοξα (allódoxa)
genitive αλλόδοξου (allódoxou) αλλόδοξης (allódoxis) αλλόδοξου (allódoxou) αλλόδοξων (allódoxon) αλλόδοξων (allódoxon) αλλόδοξων (allódoxon)
accusative αλλόδοξο (allódoxo) αλλόδοξη (allódoxi) αλλόδοξο (allódoxo) αλλόδοξους (allódoxous) αλλόδοξες (allódoxes) αλλόδοξα (allódoxa)
vocative αλλόδοξε (allódoxe) αλλόδοξη (allódoxi) αλλόδοξο (allódoxo) αλλόδοξοι (allódoxoi) αλλόδοξες (allódoxes) αλλόδοξα (allódoxa)

Antonyms

[edit]
[edit]