Jump to content

αλλοδοξία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀλλοδοξία (allodoxía).

Noun

[edit]

αλλοδοξία (allodoxíaf (plural αλλοδοξίες)

  1. α different religion or faith

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλλοδοξία (allodoxía) αλλοδοξίες (allodoxíes)
genitive αλλοδοξίας (allodoxías) αλλοδοξιών (allodoxión)
accusative αλλοδοξία (allodoxía) αλλοδοξίες (allodoxíes)
vocative αλλοδοξία (allodoxía) αλλοδοξίες (allodoxíes)
[edit]