Jump to content

αλληλοκατηγορία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αλληλο- (allilo-, reciprocal, mutual) +‎ κατηγορία (katigoría, charge)

Noun

[edit]

αλληλοκατηγορία (allilokatigoríaf (plural αλληλοκατηγορίες)

  1. recrimination

Declension

[edit]
Declension of αλληλοκατηγορία
singular plural
nominative αλληλοκατηγορία (allilokatigoría) αλληλοκατηγορίες (allilokatigoríes)
genitive αλληλοκατηγορίας (allilokatigorías) αλληλοκατηγοριών (allilokatigorión)
accusative αλληλοκατηγορία (allilokatigoría) αλληλοκατηγορίες (allilokatigoríes)
vocative αλληλοκατηγορία (allilokatigoría) αλληλοκατηγορίες (allilokatigoríes)
[edit]