αλληλοκατηγορία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αλληλο- (allilo-, “reciprocal, mutual”) + κατηγορία (katigoría, “charge”)
Noun
[edit]αλληλοκατηγορία • (allilokatigoría) f (plural αλληλοκατηγορίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλοκατηγορία (allilokatigoría) | αλληλοκατηγορίες (allilokatigoríes) |
genitive | αλληλοκατηγορίας (allilokatigorías) | αλληλοκατηγοριών (allilokatigorión) |
accusative | αλληλοκατηγορία (allilokatigoría) | αλληλοκατηγορίες (allilokatigoríes) |
vocative | αλληλοκατηγορία (allilokatigoría) | αλληλοκατηγορίες (allilokatigoríes) |
Related terms
[edit]- αλληλοκατηγορούμαι (allilokatigoroúmai, “to mutually accuse, to denounce one other”)
- κατηγορία f (katigoría, “charge, category”)
- and see: κατηγορώ (katigoró, “to accuse”)