αλληλεπικοινωνία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αλληλεπικοινωνία • (allilepikoinonía) f (plural αλληλεπικοινωνίες)
- intercommunication (between two people, machines, etc)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλεπικοινωνία (allilepikoinonía) | αλληλεπικοινωνίες (allilepikoinoníes) |
genitive | αλληλεπικοινωνίας (allilepikoinonías) | αλληλεπικοινωνιών (allilepikoinonión) |
accusative | αλληλεπικοινωνία (allilepikoinonía) | αλληλεπικοινωνίες (allilepikoinoníes) |
vocative | αλληλεπικοινωνία (allilepikoinonía) | αλληλεπικοινωνίες (allilepikoinoníes) |
Related terms
[edit]- επικοινωνία f (epikoinonía, “communication”)
- επικοινωνώ (epikoinonó, “to talk, to communicate”)
- αλληλεπικοινωνώ (allilepikoinonó, “to intercommunicate”)