Jump to content

αλληλεπικοινωνία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλληλεπικοινωνία (allilepikoinoníaf (plural αλληλεπικοινωνίες)

  1. intercommunication (between two people, machines, etc)

Declension

[edit]
Declension of αλληλεπικοινωνία
singular plural
nominative αλληλεπικοινωνία (allilepikoinonía) αλληλεπικοινωνίες (allilepikoinoníes)
genitive αλληλεπικοινωνίας (allilepikoinonías) αλληλεπικοινωνιών (allilepikoinonión)
accusative αλληλεπικοινωνία (allilepikoinonía) αλληλεπικοινωνίες (allilepikoinoníes)
vocative αλληλεπικοινωνία (allilepikoinonía) αλληλεπικοινωνίες (allilepikoinoníes)
[edit]