επικοινωνώ
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]επικοινωνώ • (epikoinonó) (past επικοινώνησα, passive —)
- to talk, communicate, contact
- Έχουμε επικοινωνήσει με το δικηγόρο.
- Échoume epikoinonísei me to dikigóro.
- We have contacted the lawyer.
Conjugation
[edit]επικοινωνώ (active forms only)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | επικοινωνώ | επικοινωνήσω | ||
2 sg | επικοινωνείς | επικοινωνήσεις | ||
3 sg | επικοινωνεί | επικοινωνήσει | ||
1 pl | επικοινωνούμε | επικοινωνήσουμε, [-ομε] | ||
2 pl | επικοινωνείτε | επικοινωνήσετε | ||
3 pl | επικοινωνούν(ε) | επικοινωνήσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | επικοινωνούσα | επικοινώνησα | ||
2 sg | επικοινωνούσες | επικοινώνησες | ||
3 sg | επικοινωνούσε | επικοινώνησε | ||
1 pl | επικοινωνούσαμε | επικοινωνήσαμε | ||
2 pl | επικοινωνούσατε | επικοινωνήσατε | ||
3 pl | επικοινωνούσαν(ε) | επικοινώνησαν, επικοινωνήσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα επικοινωνώ ➤ | θα επικοινωνήσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επικοινωνείς, … | θα επικοινωνήσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επικοινωνήσει | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επικοινωνήσει | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επικοινωνήσει | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | — | επικοινώνησε | ||
2 pl | επικοινωνείτε | επικοινωνήστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | επικοινωνώντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας επικοινωνήσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | επικοινωνήσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- αλληλεπικοινωνώ (allilepikoinonó, “to intercommunicate”)
- ενδοεπικοινωνία f (endoepikoinonía)
- επικοινωνία f (epikoinonía, “communication”)
- επικοινωνιακός (epikoinoniakós)
- επικοινωνιολογία f (epikoinoniología)
- επικοινωνιολόγος m (epikoinoniológos)
- ραδιοεπικοινωνία f (radioepikoinonía, “radiocommunication”)
- ραδιοτηλεπικοινωνία f (radiotilepikoinonía, “radiotelecommunication”)
- τηλεπικοινωνία f (tilepikoinonía, “telecommunication”)
- τηλεπικοινωνιακός (tilepikoinoniakós)
- and see: κοινωνώ (koinonó)