Jump to content

τηλεπικοινωνιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τηλεπικοινωνιακός (tilepikoinoniakósm (feminine τηλεπικοινωνιακή, neuter τηλεπικοινωνιακό)

  1. telecommunication

Declension

[edit]
Declension of τηλεπικοινωνιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τηλεπικοινωνιακός (tilepikoinoniakós) τηλεπικοινωνιακή (tilepikoinoniakí) τηλεπικοινωνιακό (tilepikoinoniakó) τηλεπικοινωνιακοί (tilepikoinoniakoí) τηλεπικοινωνιακές (tilepikoinoniakés) τηλεπικοινωνιακά (tilepikoinoniaká)
genitive τηλεπικοινωνιακού (tilepikoinoniakoú) τηλεπικοινωνιακής (tilepikoinoniakís) τηλεπικοινωνιακού (tilepikoinoniakoú) τηλεπικοινωνιακών (tilepikoinoniakón) τηλεπικοινωνιακών (tilepikoinoniakón) τηλεπικοινωνιακών (tilepikoinoniakón)
accusative τηλεπικοινωνιακό (tilepikoinoniakó) τηλεπικοινωνιακή (tilepikoinoniakí) τηλεπικοινωνιακό (tilepikoinoniakó) τηλεπικοινωνιακούς (tilepikoinoniakoús) τηλεπικοινωνιακές (tilepikoinoniakés) τηλεπικοινωνιακά (tilepikoinoniaká)
vocative τηλεπικοινωνιακέ (tilepikoinoniaké) τηλεπικοινωνιακή (tilepikoinoniakí) τηλεπικοινωνιακό (tilepikoinoniakó) τηλεπικοινωνιακοί (tilepikoinoniakoí) τηλεπικοινωνιακές (tilepikoinoniakés) τηλεπικοινωνιακά (tilepikoinoniaká)
[edit]