Jump to content

αλλαγή

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἀλλαγή

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀλλαγή (allagḗ), from Ancient Greek ἄλλος (állos).

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

αλλαγή (allagíf (plural αλλαγές)

  1. change, differentiation, replacement (the action and the effect)
    Έκανε μια αλλαγή στις ρυθμίσεις.Ékane mia allagí stis rythmíseis.He made a change to the settings.
    Η αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν απροσδόκητη.I allagí sti symperiforá tou ítan aprosdókiti.The change in behaviour was not expected.

Declension

[edit]
Declension of αλλαγή
singular plural
nominative αλλαγή (allagí) αλλαγές (allagés)
genitive αλλαγής (allagís) αλλαγών (allagón)
accusative αλλαγή (allagí) αλλαγές (allagés)
vocative αλλαγή (allagí) αλλαγές (allagés)

Derived terms

[edit]
[edit]