αλλαγή
Appearance
See also: ἀλλαγή
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀλλαγή (allagḗ), from Ancient Greek ἄλλος (állos).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αλλαγή • (allagí) f (plural αλλαγές)
- change, differentiation, replacement (the action and the effect)
- Έκανε μια αλλαγή στις ρυθμίσεις. ― Ékane mia allagí stis rythmíseis. ― He made a change to the settings.
- Η αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν απροσδόκητη. ― I allagí sti symperiforá tou ítan aprosdókiti. ― The change in behaviour was not expected.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλαγή (allagí) | αλλαγές (allagés) |
genitive | αλλαγής (allagís) | αλλαγών (allagón) |
accusative | αλλαγή (allagí) | αλλαγές (allagés) |
vocative | αλλαγή (allagí) | αλλαγές (allagés) |
Derived terms
[edit]- αλλαγή καθεστώτος f (allagí kathestótos, “regime change”)