Jump to content

αλλαγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλλαγμένος (allagménosm (feminine αλλαγμένη, neuter αλλαγμένο)

  1. changed, altered

Declension

[edit]
Declension of αλλαγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλλαγμένος (allagménos) αλλαγμένη (allagméni) αλλαγμένο (allagméno) αλλαγμένοι (allagménoi) αλλαγμένες (allagménes) αλλαγμένα (allagména)
genitive αλλαγμένου (allagménou) αλλαγμένης (allagménis) αλλαγμένου (allagménou) αλλαγμένων (allagménon) αλλαγμένων (allagménon) αλλαγμένων (allagménon)
accusative αλλαγμένο (allagméno) αλλαγμένη (allagméni) αλλαγμένο (allagméno) αλλαγμένους (allagménous) αλλαγμένες (allagménes) αλλαγμένα (allagména)
vocative αλλαγμένε (allagméne) αλλαγμένη (allagméni) αλλαγμένο (allagméno) αλλαγμένοι (allagménoi) αλλαγμένες (allagménes) αλλαγμένα (allagména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλλαγμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλλαγμένος, etc.)

[edit]