αλεξανδρινός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλεξανδρινός (alexandrinósm (feminine αλεξανδρινή, neuter αλεξανδρινό)

  1. Alexandrian

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλεξανδρινός (alexandrinós) αλεξανδρινή (alexandriní) αλεξανδρινό (alexandrinó) αλεξανδρινοί (alexandrinoí) αλεξανδρινές (alexandrinés) αλεξανδρινά (alexandriná)
genitive αλεξανδρινού (alexandrinoú) αλεξανδρινής (alexandrinís) αλεξανδρινού (alexandrinoú) αλεξανδρινών (alexandrinón) αλεξανδρινών (alexandrinón) αλεξανδρινών (alexandrinón)
accusative αλεξανδρινό (alexandrinó) αλεξανδρινή (alexandriní) αλεξανδρινό (alexandrinó) αλεξανδρινούς (alexandrinoús) αλεξανδρινές (alexandrinés) αλεξανδρινά (alexandriná)
vocative αλεξανδρινέ (alexandriné) αλεξανδρινή (alexandriní) αλεξανδρινό (alexandrinó) αλεξανδρινοί (alexandrinoí) αλεξανδρινές (alexandrinés) αλεξανδρινά (alexandriná)
[edit]