Jump to content

αλήστευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἀλῄστευτος (alḗisteutos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈli.ste.ftos/
  • Hyphenation: α‧λή‧στευ‧τος

Adjective

[edit]

αλήστευτος (alísteftosm (feminine αλήστευτη, neuter αλήστευτο)

  1. unrobbed, not cheated
  2. unpillaged

Declension

[edit]
Declension of αλήστευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλήστευτος (alísteftos) αλήστευτη (alístefti) αλήστευτο (alístefto) αλήστευτοι (alísteftoi) αλήστευτες (alísteftes) αλήστευτα (alístefta)
genitive αλήστευτου (alísteftou) αλήστευτης (alísteftis) αλήστευτου (alísteftou) αλήστευτων (alístefton) αλήστευτων (alístefton) αλήστευτων (alístefton)
accusative αλήστευτο (alístefto) αλήστευτη (alístefti) αλήστευτο (alístefto) αλήστευτους (alísteftous) αλήστευτες (alísteftes) αλήστευτα (alístefta)
vocative αλήστευτε (alístefte) αλήστευτη (alístefti) αλήστευτο (alístefto) αλήστευτοι (alísteftoi) αλήστευτες (alísteftes) αλήστευτα (alístefta)

Antonyms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ Dimitrakos, Dimitrios B. (21964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (in Greek), Athens: Hellenic Paideia 2nd edition in 15 vols. [1st edition 1930-1950 in 9 volumes] (abbreviations - of authors)