Jump to content

αλάνθαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αλάνθαστος (alánthastosm (feminine αλάνθαστη, neuter αλάνθαστο)

  1. unerring, infallible

Declension

[edit]
Declension of αλάνθαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλάνθαστος (alánthastos) αλάνθαστη (alánthasti) αλάνθαστο (alánthasto) αλάνθαστοι (alánthastoi) αλάνθαστες (alánthastes) αλάνθαστα (alánthasta)
genitive αλάνθαστου (alánthastou) αλάνθαστης (alánthastis) αλάνθαστου (alánthastou) αλάνθαστων (alánthaston) αλάνθαστων (alánthaston) αλάνθαστων (alánthaston)
accusative αλάνθαστο (alánthasto) αλάνθαστη (alánthasti) αλάνθαστο (alánthasto) αλάνθαστους (alánthastous) αλάνθαστες (alánthastes) αλάνθαστα (alánthasta)
vocative αλάνθαστε (alánthaste) αλάνθαστη (alánthasti) αλάνθαστο (alánthasto) αλάνθαστοι (alánthastoi) αλάνθαστες (alánthastes) αλάνθαστα (alánthasta)
[edit]