Jump to content

ακοπίαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ακοπίαστος (akopíastosm (feminine ακοπίαστη, neuter ακοπίαστο)

  1. easy, effortless, easily done
  2. tireless
  3. unwearied
  4. idle

Declension

[edit]
Declension of ακοπίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακοπίαστος (akopíastos) ακοπίαστη (akopíasti) ακοπίαστο (akopíasto) ακοπίαστοι (akopíastoi) ακοπίαστες (akopíastes) ακοπίαστα (akopíasta)
genitive ακοπίαστου (akopíastou) ακοπίαστης (akopíastis) ακοπίαστου (akopíastou) ακοπίαστων (akopíaston) ακοπίαστων (akopíaston) ακοπίαστων (akopíaston)
accusative ακοπίαστο (akopíasto) ακοπίαστη (akopíasti) ακοπίαστο (akopíasto) ακοπίαστους (akopíastous) ακοπίαστες (akopíastes) ακοπίαστα (akopíasta)
vocative ακοπίαστε (akopíaste) ακοπίαστη (akopíasti) ακοπίαστο (akopíasto) ακοπίαστοι (akopíastoi) ακοπίαστες (akopíastes) ακοπίαστα (akopíasta)
[edit]