Jump to content

άκοπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology 1

[edit]

ά- (á-, un-) +‎ κόπος (kópos, hard work, effort)

Adjective

[edit]

άκοπος (ákoposm (feminine άκοπη, neuter άκοπο)

  1. easy, not hard (work)
  2. easy (money)
Declension
[edit]
Declension of άκοπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άκοπος (ákopos) άκοπη (ákopi) άκοπο (ákopo) άκοποι (ákopoi) άκοπες (ákopes) άκοπα (ákopa)
genitive άκοπου (ákopou) άκοπης (ákopis) άκοπου (ákopou) άκοπων (ákopon) άκοπων (ákopon) άκοπων (ákopon)
accusative άκοπο (ákopo) άκοπη (ákopi) άκοπο (ákopo) άκοπους (ákopous) άκοπες (ákopes) άκοπα (ákopa)
vocative άκοπε (ákope) άκοπη (ákopi) άκοπο (ákopo) άκοποι (ákopoi) άκοπες (ákopes) άκοπα (ákopa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άκοπος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άκοπος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακοπότερος (akopóteros) ακοπότερη (akopóteri) ακοπότερο (akopótero) ακοπότεροι (akopóteroi) ακοπότερες (akopóteres) ακοπότερα (akopótera)
genitive ακοπότερου (akopóterou) ακοπότερης (akopóteris) ακοπότερου (akopóterou) ακοπότερων (akopóteron) ακοπότερων (akopóteron) ακοπότερων (akopóteron)
accusative ακοπότερο (akopótero) ακοπότερη (akopóteri) ακοπότερο (akopótero) ακοπότερους (akopóterous) ακοπότερες (akopóteres) ακοπότερα (akopótera)
vocative ακοπότερε (akopótere) ακοπότερη (akopóteri) ακοπότερο (akopótero) ακοπότεροι (akopóteroi) ακοπότερες (akopóteres) ακοπότερα (akopótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ακοπότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακοπότατος (akopótatos) ακοπότατη (akopótati) ακοπότατο (akopótato) ακοπότατοι (akopótatoi) ακοπότατες (akopótates) ακοπότατα (akopótata)
genitive ακοπότατου (akopótatou) ακοπότατης (akopótatis) ακοπότατου (akopótatou) ακοπότατων (akopótaton) ακοπότατων (akopótaton) ακοπότατων (akopótaton)
accusative ακοπότατο (akopótato) ακοπότατη (akopótati) ακοπότατο (akopótato) ακοπότατους (akopótatous) ακοπότατες (akopótates) ακοπότατα (akopótata)
vocative ακοπότατε (akopótate) ακοπότατη (akopótati) ακοπότατο (akopótato) ακοπότατοι (akopótatoi) ακοπότατες (akopótates) ακοπότατα (akopótata)
Synonyms
[edit]

Etymology 2

[edit]

ά- (á-, un-) +‎ κόπτω (kópto, cut)

Adjective

[edit]

άκοπος (ákoposm (feminine άκοπη, neuter άκοπο)

  1. uncut
Declension
[edit]
see above