Jump to content

αιχμάλωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /exˈma.lo.tos/
  • Hyphenation: αιχ‧μά‧λω‧τος
  • Old Hyphenation: αι‧χμά‧λω‧τος

Adjective

[edit]

αιχμάλωτος (aichmálotosm (feminine αιχμάλωτη, neuter αιχμάλωτο)

  1. captured
  2. slave, enslaved

Declension

[edit]
Declension of αιχμάλωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιχμάλωτος (aichmálotos) αιχμάλωτη (aichmáloti) αιχμάλωτο (aichmáloto) αιχμάλωτοι (aichmálotoi) αιχμάλωτες (aichmálotes) αιχμάλωτα (aichmálota)
genitive αιχμάλωτου (aichmálotou) αιχμάλωτης (aichmálotis) αιχμάλωτου (aichmálotou) αιχμάλωτων (aichmáloton) αιχμάλωτων (aichmáloton) αιχμάλωτων (aichmáloton)
accusative αιχμάλωτο (aichmáloto) αιχμάλωτη (aichmáloti) αιχμάλωτο (aichmáloto) αιχμάλωτους (aichmálotous) αιχμάλωτες (aichmálotes) αιχμάλωτα (aichmálota)
vocative αιχμάλωτε (aichmálote) αιχμάλωτη (aichmáloti) αιχμάλωτο (aichmáloto) αιχμάλωτοι (aichmálotoi) αιχμάλωτες (aichmálotes) αιχμάλωτα (aichmálota)
[edit]