Jump to content

αισχρολόγος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αισχρολόγος (aischrológosm (feminine αισχρολόγη, neuter αισχρολόγο)

  1. foul-mouthed, profane

Declension

[edit]
Declension of αισχρολόγος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισχρολόγος (aischrológos) αισχρολόγη (aischrológi) αισχρολόγο (aischrológo) αισχρολόγοι (aischrológoi) αισχρολόγες (aischrológes) αισχρολόγα (aischrológa)
genitive αισχρολόγου (aischrológou) αισχρολόγης (aischrológis) αισχρολόγου (aischrológou) αισχρολόγων (aischrológon) αισχρολόγων (aischrológon) αισχρολόγων (aischrológon)
accusative αισχρολόγο (aischrológo) αισχρολόγη (aischrológi) αισχρολόγο (aischrológo) αισχρολόγους (aischrológous) αισχρολόγες (aischrológes) αισχρολόγα (aischrológa)
vocative αισχρολόγε (aischrológe) αισχρολόγη (aischrológi) αισχρολόγο (aischrológo) αισχρολόγοι (aischrológoi) αισχρολόγες (aischrológes) αισχρολόγα (aischrológa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισχρολόγος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισχρολόγος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]