Jump to content

αισχροκερδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek αἰσχροκερδής (aiskhrokerdḗs).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /esxrocerˈðis/
  • Hyphenation: αι‧σχρο‧κερ‧δής

Adjective

[edit]

αισχροκερδής (aischrokerdísm (feminine αισχροκερδής, neuter αισχροκερδές)

  1. mercenary, profiteering
  2. (as a noun) profiteer

Declension

[edit]
Declension of αισχροκερδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισχροκερδής (aischrokerdís) αισχροκερδής (aischrokerdís) αισχροκερδές (aischrokerdés) αισχροκερδείς (aischrokerdeís) αισχροκερδείς (aischrokerdeís) αισχροκερδή (aischrokerdí)
genitive αισχροκερδούς (aischrokerdoús)
αισχροκερδή (aischrokerdí)
αισχροκερδούς (aischrokerdoús) αισχροκερδούς (aischrokerdoús) αισχροκερδών (aischrokerdón) αισχροκερδών (aischrokerdón) αισχροκερδών (aischrokerdón)
accusative αισχροκερδή (aischrokerdí) αισχροκερδή (aischrokerdí) αισχροκερδές (aischrokerdés) αισχροκερδείς (aischrokerdeís) αισχροκερδείς (aischrokerdeís) αισχροκερδή (aischrokerdí)
vocative αισχροκερδή (aischrokerdí)
αισχροκερδής (aischrokerdís)
αισχροκερδής (aischrokerdís) αισχροκερδές (aischrokerdés) αισχροκερδείς (aischrokerdeís) αισχροκερδείς (aischrokerdeís) αισχροκερδή (aischrokerdí)
[edit]