αεροπειρατής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αερο- (aero-, air) +‎ πειρατής (peiratís, pirate)

Noun

[edit]

αεροπειρατής (aeropeiratísm (plural αεροπειρατές, feminine αεροπειρατίνα)

  1. airplane / aircraft hijacker
    • 2009, Lionel Shriver, Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν, translation of We need to talk about Kevin, Metaixmio.
      Και βγήκε από την κουζίνα κουνώντας μπρος πίσω το νεροπίστολο με εκείνη την αλαζονική άνεση που εμένα πάντα μου θυμίζει αεροπειρατές.
      Kai vgíke apó tin kouzína kounóntas bros píso to neropístolo me ekeíni tin alazonikí ánesi pou eména pánta mou thymízei aeropeiratés.
      He strode out of the room, squirt gun swinging at his side with the arrogant nonchalance I associated with airplane hijackers.

Declension

[edit]
singular plural
nominative αεροπειρατής (aeropeiratís) αεροπειρατές (aeropeiratés)
genitive αεροπειρατή (aeropeiratí) αεροπειρατών (aeropeiratón)
accusative αεροπειρατή (aeropeiratí) αεροπειρατές (aeropeiratés)
vocative αεροπειρατή (aeropeiratí) αεροπειρατές (aeropeiratés)
[edit]