αεροπειρατία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αεροπειρατία (aeropeiratíaf (plural αεροπειρατείες)

  1. highjack, highjacking

Declension

[edit]
singular plural
nominative αεροπειρατία (aeropeiratía) αεροπειρατίες (aeropeiratíes)
genitive αεροπειρατίας (aeropeiratías) αεροπειρατιών (aeropeiratión)
accusative αεροπειρατία (aeropeiratía) αεροπειρατίες (aeropeiratíes)
vocative αεροπειρατία (aeropeiratía) αεροπειρατίες (aeropeiratíes)
[edit]