αεροπειρατίνα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αεροπειρατίνα • (aeropeiratína) f (plural αεροπειρατίνες, masculine αεροπειρατής)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροπειρατίνα (aeropeiratína) | αεροπειρατίνες (aeropeiratínes) |
genitive | αεροπειρατίνας (aeropeiratínas) | αεροπειρατίνων (aeropeiratínon) |
accusative | αεροπειρατίνα (aeropeiratína) | αεροπειρατίνες (aeropeiratínes) |
vocative | αεροπειρατίνα (aeropeiratína) | αεροπειρατίνες (aeropeiratínes) |
Related terms
[edit]- αεροπειρατεία f (aeropeirateía, “highjacking”)
- πειρατεία f (peirateía, “piracy”)
- πειρατίνα f (peiratína, “pirate”)