Jump to content

αδρός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἁδρός

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἁδρός (hadrós, full grown; thick, stout, bulky).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈðros/
  • Hyphenation: α‧δρός

Adjective

[edit]

αδρός (adrósm (feminine αδρή or αδρά, neuter αδρό)

  1. ample, handsome, generous (of fee, money)
  2. broad, sizeable
  3. rugged, rough

Declension

[edit]
Declension of αδρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδρός (adrós) αδρή (adrí)
αδρά (adrá)
αδρό (adró) αδροί (adroí) αδρές (adrés) αδρά (adrá)
genitive αδρού (adroú) αδρής (adrís)
αδράς (adrás)
αδρού (adroú) αδρών (adrón) αδρών (adrón) αδρών (adrón)
accusative αδρό (adró) αδρή (adrí)
αδρά (adrá)
αδρό (adró) αδρούς (adroús) αδρές (adrés) αδρά (adrá)
vocative αδρέ (adré) αδρή (adrí)
αδρά (adrá)
αδρό (adró) αδροί (adroí) αδρές (adrés) αδρά (adrá)

Notes: The alternative feminine forms are colloquial
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδρός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδρότερος (adróteros) αδρότερη (adróteri) αδρότερο (adrótero) αδρότεροι (adróteroi) αδρότερες (adróteres) αδρότερα (adrótera)
genitive αδρότερου (adróterou) αδρότερης (adróteris) αδρότερου (adróterou) αδρότερων (adróteron) αδρότερων (adróteron) αδρότερων (adróteron)
accusative αδρότερο (adrótero) αδρότερη (adróteri) αδρότερο (adrótero) αδρότερους (adróterous) αδρότερες (adróteres) αδρότερα (adrótera)
vocative αδρότερε (adrótere) αδρότερη (adróteri) αδρότερο (adrótero) αδρότεροι (adróteroi) αδρότερες (adróteres) αδρότερα (adrótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αδρότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδρότατος (adrótatos) αδρότατη (adrótati) αδρότατο (adrótato) αδρότατοι (adrótatoi) αδρότατες (adrótates) αδρότατα (adrótata)
genitive αδρότατου (adrótatou) αδρότατης (adrótatis) αδρότατου (adrótatou) αδρότατων (adrótaton) αδρότατων (adrótaton) αδρότατων (adrótaton)
accusative αδρότατο (adrótato) αδρότατη (adrótati) αδρότατο (adrótato) αδρότατους (adrótatous) αδρότατες (adrótates) αδρότατα (adrótata)
vocative αδρότατε (adrótate) αδρότατη (adrótati) αδρότατο (adrótato) αδρότατοι (adrótatoi) αδρότατες (adrótates) αδρότατα (adrótata)
[edit]