αδιάντροπος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αδιάντροπος • (adiántropos) m (feminine αδιάντροπη, neuter αδιάντροπο)
- shameless, barefaced, without modesty
- Synonym: αξεδιάντροπος (axediántropos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιάντροπος (adiántropos) | αδιάντροπη (adiántropi) | αδιάντροπο (adiántropo) | αδιάντροποι (adiántropoi) | αδιάντροπες (adiántropes) | αδιάντροπα (adiántropa) | |
genitive | αδιάντροπου (adiántropou) | αδιάντροπης (adiántropis) | αδιάντροπου (adiántropou) | αδιάντροπων (adiántropon) | αδιάντροπων (adiántropon) | αδιάντροπων (adiántropon) | |
accusative | αδιάντροπο (adiántropo) | αδιάντροπη (adiántropi) | αδιάντροπο (adiántropo) | αδιάντροπους (adiántropous) | αδιάντροπες (adiántropes) | αδιάντροπα (adiántropa) | |
vocative | αδιάντροπε (adiántrope) | αδιάντροπη (adiántropi) | αδιάντροπο (adiántropo) | αδιάντροποι (adiántropoi) | αδιάντροπες (adiántropes) | αδιάντροπα (adiántropa) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιάντροπος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάντροπος, etc.)
Related terms
[edit]- αδιαντροπιά f (adiantropiá, “shamelessness”)