αδιαντροπιά
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αδιαντροπιά • (adiantropiá) f (plural αδιαντροπιές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδιαντροπιά (adiantropiá) | αδιαντροπιές (adiantropiés) |
genitive | αδιαντροπιάς (adiantropiás) | αδιαντροπιών (adiantropión) |
accusative | αδιαντροπιά (adiantropiá) | αδιαντροπιές (adiantropiés) |
vocative | αδιαντροπιά (adiantropiá) | αδιαντροπιές (adiantropiés) |
Related terms
[edit]- αδιάντροπος (adiántropos, “shameless”)