Jump to content

αξεδιάντροπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξεδιάντροπος (axediántroposm (feminine αξεδιάντροπη, neuter αξεδιάντροπο)

  1. shameless, barefaced, without modesty
    Synonym: αδιάντροπος (adiántropos)

Declension

[edit]
Declension of αξεδιάντροπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξεδιάντροπος (axediántropos) αξεδιάντροπη (axediántropi) αξεδιάντροπο (axediántropo) αξεδιάντροποι (axediántropoi) αξεδιάντροπες (axediántropes) αξεδιάντροπα (axediántropa)
genitive αξεδιάντροπου (axediántropou) αξεδιάντροπης (axediántropis) αξεδιάντροπου (axediántropou) αξεδιάντροπων (axediántropon) αξεδιάντροπων (axediántropon) αξεδιάντροπων (axediántropon)
accusative αξεδιάντροπο (axediántropo) αξεδιάντροπη (axediántropi) αξεδιάντροπο (axediántropo) αξεδιάντροπους (axediántropous) αξεδιάντροπες (axediántropes) αξεδιάντροπα (axediántropa)
vocative αξεδιάντροπε (axediántrope) αξεδιάντροπη (axediántropi) αξεδιάντροπο (axediántropo) αξεδιάντροποι (axediántropoi) αξεδιάντροπες (axediántropes) αξεδιάντροπα (axediántropa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξεδιάντροπος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξεδιάντροπος, etc.)