ίσαλος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ίσ(ος) (ís(os)) + Ancient Greek ἅλ(ς) (hál(s), “sea”) + -ος (-os), analogously to ύφαλος (ýfalos).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ίσαλος • (ísalos) m (feminine ίσαλος or ίσαλη, neuter ίσαλο)
Usage notes
[edit]- Used almost exclusively in the context of ίσαλος γραμμή f (ísalos grammí, “waterline”).
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ίσαλος • | ίσαλος • ίσαλη • |
ίσαλο • | ίσαλοι • | ίσαλοι • ίσαλες • |
ίσαλα • | |
genitive | ισάλου • ίσαλου • |
ισάλου • ίσαλης • |
ισάλου • ίσαλου • |
ισάλων • ίσαλων • |
ισάλων • ίσαλων • |
ισάλων • ίσαλων • | |
accusative | ίσαλο • | ίσαλο • ίσαλη • |
ίσαλο • | ισάλους • ίσαλους • |
ισάλους • ίσαλες • |
ίσαλα • | |
vocative | ίσαλε • | ίσαλε • ίσαλη • |
ίσαλο • | ίσαλοι • | ίσαλοι • ίσαλες • |
ίσαλα • |
References
[edit]- ^ ίσαλος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language