ήσυχος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἥσυχος
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἥσυχος (hḗsukhos, “quiet, still”).
Adjective
[edit]ήσυχος • (ísychos) m (feminine ήσυχη, neuter ήσυχο)
Declension
[edit]Declension of ήσυχος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ήσυχος • | ήσυχη • | ήσυχο • | ήσυχοι • | ήσυχες • | ήσυχα • |
genitive | ήσυχου • | ήσυχης • | ήσυχου • | ήσυχων • | ήσυχων • | ήσυχων • |
accusative | ήσυχο • | ήσυχη • | ήσυχο • | ήσυχους • | ήσυχες • | ήσυχα • |
vocative | ήσυχε • | ήσυχη • | ήσυχο • | ήσυχοι • | ήσυχες • | ήσυχα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ήσυχος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ήσυχος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ησυχότερος • | ησυχότερη • | ησυχότερο • | ησυχότεροι • | ησυχότερες • | ησυχότερα • |
genitive | ησυχότερου • | ησυχότερης • | ησυχότερου • | ησυχότερων • | ησυχότερων • | ησυχότερων • |
accusative | ησυχότερο • | ησυχότερη • | ησυχότερο • | ησυχότερους • | ησυχότερες • | ησυχότερα • |
vocative | ησυχότερε • | ησυχότερη • | ησυχότερο • | ησυχότεροι • | ησυχότερες • | ησυχότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ησυχότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ησυχότατος • | ησυχότατη • | ησυχότατο • | ησυχότατοι • | ησυχότατες • | ησυχότατα • |
genitive | ησυχότατου • | ησυχότατης • | ησυχότατου • | ησυχότατων • | ησυχότατων • | ησυχότατων • |
accusative | ησυχότατο • | ησυχότατη • | ησυχότατο • | ησυχότατους • | ησυχότατες • | ησυχότατα • |
vocative | ησυχότατε • | ησυχότατη • | ησυχότατο • | ησυχότατοι • | ησυχότατες • | ησυχότατα • |
Related terms
[edit]- see: ησυχία f (isychía, “peace, quiet”)