Jump to content

ήμερος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἥμερος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἥμερος (hḗmeros).

Adjective

[edit]

ήμερος (ímerosm (feminine ήμερη, neuter ήμερo)

  1. domesticated, domestic
  2. tame, placid

Declension

[edit]
Declension of ήμερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ήμερος (ímeros) ήμερη (ímeri) ήμερο (ímero) ήμεροι (ímeroi) ήμερες (ímeres) ήμερα (ímera)
genitive ήμερου (ímerou) ήμερης (ímeris) ήμερου (ímerou) ήμερων (ímeron) ήμερων (ímeron) ήμερων (ímeron)
accusative ήμερο (ímero) ήμερη (ímeri) ήμερο (ímero) ήμερους (ímerous) ήμερες (ímeres) ήμερα (ímera)
vocative ήμερε (ímere) ήμερη (ímeri) ήμερο (ímero) ήμεροι (ímeroi) ήμερες (ímeres) ήμερα (ímera)
[edit]

Further reading

[edit]