ημέρωμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ημέρωμα • (iméroma) n (plural ημερώματα)
Declension
[edit]Declension of ημέρωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημέρωμα • | ημερώματα • |
genitive | ημερώματος • | ημερωμάτων • |
accusative | ημέρωμα • | ημερώματα • |
vocative | ημέρωμα • | ημερώματα • |
Related terms
[edit]- see: ήμερος (ímeros, “tame”, adjective)