ένδοξος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
See also: ἔνδοξος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek ἔνδοξος (éndoxos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈen.ðo.ksos/
  • Hyphenation: έν‧δο‧ξος

Adjective

[edit]

ένδοξος (éndoxosm (feminine ένδοξη, neuter ένδοξο)

  1. glorious

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ένδοξος (éndoxos) ένδοξη (éndoxi) ένδοξο (éndoxo) ένδοξοι (éndoxoi) ένδοξες (éndoxes) ένδοξα (éndoxa)
genitive ένδοξου (éndoxou) ένδοξης (éndoxis) ένδοξου (éndoxou) ένδοξων (éndoxon) ένδοξων (éndoxon) ένδοξων (éndoxon)
accusative ένδοξο (éndoxo) ένδοξη (éndoxi) ένδοξο (éndoxo) ένδοξους (éndoxous) ένδοξες (éndoxes) ένδοξα (éndoxa)
vocative ένδοξε (éndoxe) ένδοξη (éndoxi) ένδοξο (éndoxo) ένδοξοι (éndoxoi) ένδοξες (éndoxes) ένδοξα (éndoxa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ένδοξος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ένδοξος, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ένδοξος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language