έκπτωση
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]έκπτωση • (ékptosi) f (plural εκπτώσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έκπτωση (ékptosi) | εκπτώσεις (ekptóseis) |
genitive | έκπτωσης (ékptosis) | εκπτώσεων (ekptóseon) |
accusative | έκπτωση (ékptosi) | εκπτώσεις (ekptóseis) |
vocative | έκπτωση (ékptosi) | εκπτώσεις (ekptóseis) |
Older or formal genitive singular: εκπτώσεως (ekptóseos)
Related terms
[edit]- πτώση f (ptósi, “fall”)
- and see: εκπίπτω (ekpípto, “fall from, discount”)