Jump to content

έκπτωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈek.pto.si/
  • Hyphenation: έκ‧πτω‧ση

Noun

[edit]

έκπτωση (ékptosif (plural εκπτώσεις)

  1. (business) discount
    έκπτωση 15%ékptosi 15%15% discount
  2. falling from office, fall from rank

Declension

[edit]
singular plural
nominative έκπτωση (ékptosi) εκπτώσεις (ekptóseis)
genitive έκπτωσης (ékptosis) εκπτώσεων (ekptóseon)
accusative έκπτωση (ékptosi) εκπτώσεις (ekptóseis)
vocative έκπτωση (ékptosi) εκπτώσεις (ekptóseis)

Older or formal genitive singular: εκπτώσεως (ekptóseos)

[edit]