άσωτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
See also: ἄσωτος

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄσωτος (ásōtos).

Adjective

[edit]

άσωτος (ásotosm (feminine άσωτη, neuter άσωτο)

  1. unlimited, inexhaustible
  2. dissipated, debauched, dissolute
  3. prodigal

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσωτος (ásotos) άσωτη (ásoti) άσωτο (ásoto) άσωτοι (ásotoi) άσωτες (ásotes) άσωτα (ásota)
genitive άσωτου (ásotou) άσωτης (ásotis) άσωτου (ásotou) άσωτων (ásoton) άσωτων (ásoton) άσωτων (ásoton)
accusative άσωτο (ásoto) άσωτη (ásoti) άσωτο (ásoto) άσωτους (ásotous) άσωτες (ásotes) άσωτα (ásota)
vocative άσωτε (ásote) άσωτη (ásoti) άσωτο (ásoto) άσωτοι (ásotoi) άσωτες (ásotes) άσωτα (ásota)

Derived terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]