Jump to content

άσωστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άσωστος (ásostosm (feminine άσωστη, neuter άσωστο)

  1. Alternative form of άσωτος (ásotos)

Declension

[edit]
Declension of άσωστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσωστος (ásostos) άσωστη (ásosti) άσωστο (ásosto) άσωστοι (ásostoi) άσωστες (ásostes) άσωστα (ásosta)
genitive άσωστου (ásostou) άσωστης (ásostis) άσωστου (ásostou) άσωστων (ásoston) άσωστων (ásoston) άσωστων (ásoston)
accusative άσωστο (ásosto) άσωστη (ásosti) άσωστο (ásosto) άσωστους (ásostous) άσωστες (ásostes) άσωστα (ásosta)
vocative άσωστε (ásoste) άσωστη (ásosti) άσωστο (ásosto) άσωστοι (ásostoi) άσωστες (ásostes) άσωστα (ásosta)
[edit]