άσωτος υιός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- άσωστος υιός (ásostos yiós)
Noun
[edit]άσωτος υιός • (ásotos yiós) m (plural άσωτοι υιοί)
Declension
[edit]Further reading
[edit]- Παραβολή του Ασώτου Υιού on the Greek Wikipedia.Wikipedia el