Jump to content

άπαχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άπαχος (ápachosm (feminine άπαχη, neuter άπαχο)

  1. thin, skinny, lean
    Synonym: λεπτός (leptós)
    Antonym: παχύς (pachýs)

Declension

[edit]
Declension of άπαχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπαχος (ápachos) άπαχη (ápachi) άπαχο (ápacho) άπαχοι (ápachoi) άπαχες (ápaches) άπαχα (ápacha)
genitive άπαχου (ápachou) άπαχης (ápachis) άπαχου (ápachou) άπαχων (ápachon) άπαχων (ápachon) άπαχων (ápachon)
accusative άπαχο (ápacho) άπαχη (ápachi) άπαχο (ápacho) άπαχους (ápachous) άπαχες (ápaches) άπαχα (ápacha)
vocative άπαχε (ápache) άπαχη (ápachi) άπαχο (ápacho) άπαχοι (ápachoi) άπαχες (ápaches) άπαχα (ápacha)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άπαχος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άπαχος, etc.)

[edit]