Jump to content

άλειμμα

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄλειμμα

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἄλειμμα (áleimma), from ἀλείφω (aleíphō), ἀλειφ- + -μα (-ma, suffix for neuter nouns).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈa.li.ma/
  • Hyphenation: ά‧λειμ‧μα

Noun

[edit]

άλειμμα (áleimman (plural αλείμματα)

  1. smearing, spreading, anointment
  2. greasing

Declension

[edit]
Declension of άλειμμα
singular plural
nominative άλειμμα (áleimma) αλείμματα (aleímmata)
genitive αλείμματος (aleímmatos) αλειμμάτων (aleimmáton)
accusative άλειμμα (áleimma) αλείμματα (aleímmata)
vocative άλειμμα (áleimma) αλείμματα (aleímmata)
[edit]