Jump to content

αλειμματοκέρι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλειμματοκέρι (aleimmatokérin (plural αλειμματοκέρια)

  1. tallow candle

Declension

[edit]
Declension of αλειμματοκέρι
singular plural
nominative αλειμματοκέρι (aleimmatokéri) αλειμματοκέρια (aleimmatokéria)
genitive αλειμματοκεριού (aleimmatokerioú) αλειμματοκεριών (aleimmatokerión)
accusative αλειμματοκέρι (aleimmatokéri) αλειμματοκέρια (aleimmatokéria)
vocative αλειμματοκέρι (aleimmatokéri) αλειμματοκέρια (aleimmatokéria)
[edit]