Jump to content

άκαπνος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄκαπνος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄκαπνος (ákapnos).

Adjective

[edit]

άκαπνος (ákapnosm (feminine άκαπνη, neuter άκαπνο)

  1. smokeless, non-smoking
  2. peaceful, tranquil

Declension

[edit]
Declension of άκαπνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άκαπνος (ákapnos) άκαπνη (ákapni) άκαπνο (ákapno) άκαπνοι (ákapnoi) άκαπνες (ákapnes) άκαπνα (ákapna)
genitive άκαπνου (ákapnou) άκαπνης (ákapnis) άκαπνου (ákapnou) άκαπνων (ákapnon) άκαπνων (ákapnon) άκαπνων (ákapnon)
accusative άκαπνο (ákapno) άκαπνη (ákapni) άκαπνο (ákapno) άκαπνους (ákapnous) άκαπνες (ákapnes) άκαπνα (ákapna)
vocative άκαπνε (ákapne) άκαπνη (ákapni) άκαπνο (ákapno) άκαπνοι (ákapnoi) άκαπνες (ákapnes) άκαπνα (ákapna)
[edit]