Jump to content

άδικος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄδικος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἄδικος (ádikos).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

άδικος (ádikosm (feminine άδικη, neuter άδικο)

  1. unfair, wrongful, unjust

Declension

[edit]
Declension of άδικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άδικος (ádikos) άδικη (ádiki) άδικο (ádiko) άδικοι (ádikoi) άδικες (ádikes) άδικα (ádika)
genitive άδικου (ádikou) άδικης (ádikis) άδικου (ádikou) άδικων (ádikon) άδικων (ádikon) άδικων (ádikon)
accusative άδικο (ádiko) άδικη (ádiki) άδικο (ádiko) άδικους (ádikous) άδικες (ádikes) άδικα (ádika)
vocative άδικε (ádike) άδικη (ádiki) άδικο (ádiko) άδικοι (ádikoi) άδικες (ádikes) άδικα (ádika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άδικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άδικος, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]