ωροδείκτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ώρ(α) (ór(a)) + -ο- (-o-) + δείκτης (deíktis).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ωροδείκτης • (orodeíktis) m (plural ωροδείκτες)
- hour hand
- Coordinate terms: δευτερολεπτοδείκτης m (defteroleptodeíktis), λεπτοδείκτης m (leptodeíktis)
Declension
[edit]Declension of ωροδείκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ωροδείκτης • | ωροδείκτες • |
genitive | ωροδείκτη • | ωροδεικτών • |
accusative | ωροδείκτη • | ωροδείκτες • |
vocative | ωροδείκτη • | ωροδείκτες • |
References
[edit]- ^ ωροδείκτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language